- βρώματα
- βρώ̱ματα , βρῶμαthat which is eatenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
брашьно — БРАШЬН|О (427), А с. 1.Пища, еда: Простѣишааго въ всемь ишти. и въ брашьнѣ и въ одежди. Изб 1076, 30 об.; варламъ... пребысть же на мѣ||стѣ томь сѣд˫а... ни брашьна же въкоуша˫а ни въ одежю облечесѩ. ЖФП XII, 34в г; рече ст҃ыи николаѥ имаши ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
VENTER — a Graec. εντερον, quia intestinorum locus est: pessimum corporum vas, instat ut creditor et saepius die appellat, Huius gratiâ praecipue avaritia expetrtur: huic luxuria conditur: huic navigatur ad Phasini: huic profundi vada exquiruntur. Et nemo … Hofmann J. Lexicon universale
έφαλμος — έφαλμος, ον (Α) ποτισμένος με άλμη, αλατισμένος, αλμυρός («ἔφαλμα βρώματα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλμη (< ἅλς «θάλασσα»)] … Dictionary of Greek
επιστύφω — ἐπιστύφω (Α) 1. (για φαγητά) προκαλώ το αίσθημα τού στυφού («ἐπιστύφοντα βρώματα») 2. ενοχλώ («τραχύτητας, ἐπιστυφούσας τήν άκοήν») 3. κατηγορώ, ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στύφω «κάνω κάτι στυφό»] … Dictionary of Greek
εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν … Dictionary of Greek
καρδιοβόλος — καρδιοβόλος, ον (Α) αυτός που προσβάλλει την καρδιά ή το στομάχι (α. «καρδιοβόλα φάρμακα» β. «καρδιοβόλα βρώματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιο βόλος, πυρο βόλος] … Dictionary of Greek
μάματα — και μάμματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάματα ποιήματα, βρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ. μακεδον.) τής λ. μάγματα* (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν* «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)] … Dictionary of Greek
πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… … Dictionary of Greek
πολυβρώματος — ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά βρώματα, από πολλά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρώματος (< βρῶμα < θ. βρω τού βιβρώσκω)] … Dictionary of Greek
συκίζω — Α [σῡκον] (κυρίως το παθ.) συκίζομαι τρέφομαι με σύκα («βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek